- πολυκωνικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει πολλούς κώνους ή αναφέρεται σε πολλούς κώνους2. φρ. «πολυκωνική προβολή»(χαρτογρ.) μέθοδος απεικόνισης για τον σχεδιασμό χαρτών, η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη μιας σειράς ομοαξονικών κώνων πάνω στη γήινη σφαίρα.
Dictionary of Greek. 2013.